συμπεριπλεκόμενος

συμπεριπλεκόμενος
σύν-περιπλέκω
twine
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπεριπλέκομαι — Α [περιπλέκομαι] 1. περιπλέκομαι μαζί με άλλους 2. (ειδικά) συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον («ἐν παραβύστῳ αἰσχρότητι συμπεριπλεκόμενος τῷ γυναίῳ ὁ γόης», Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”